- βραδύπεπτος
- ος , ον1) неудобоваримый, плохо усваиваемый, медленно перевариваемый (о пище); 2) страдающий диспепсией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραδύπεπτος — η, ο (Α βραδύπεπτος, ον) (για τροφή) αυτός που χωνεύεται αργά και δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πέσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω» (πρβλ. άπεπτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραδύπεπτα — βραδύπεπτος slow of digestion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύπεπτοι — βραδύπεπτος slow of digestion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπεπτοτέρα — βραδυπεπτοτέρᾱ , βραδύπεπτος slow of digestion fem nom/voc/acc comp dual βραδυπεπτοτέρᾱ , βραδύπεπτος slow of digestion fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
βραδυπεψία — η (Α βραδυπεψία) [βραδύπεπτος] παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από βραδύτητα και δυσχέρεια στην πέψη … Dictionary of Greek